περιβόητοι

περιβόητοι
περιβόητος
noised abroad
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

  • κώρυκος — I Βουνό της ομώνυμης, μέχρι τον 15ο αι., χερσονήσου, της σημερινής Γραμβούσας, το οποίο εισχωρούσε μέσα στη θάλασσα, στο βορειοδυτικό άκρο της Κρήτης, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα. Ο Πτολεμαίος το ονομάζει «Κώρυκος άκρα» και ο Στέφανος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”